- εὔτολμον
- εὔτολμοςbrave-spiritedmasc/fem acc sgεὔτολμοςbrave-spiritedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λήμα — (I) η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας chrysomelidae. (II) λῆμα, τὸ (Α) 1. ισχυρή θέληση, επιθυμία, απόφαση 2. θάρρος, αποφασιστικότητα («εὔτολμον ψυχῆς λῆμα», Σιμων.) 3. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια («δῆλον... τἀνθρώπου στι τὸ… … Dictionary of Greek